Ὀλβίους

Ὀλβίους
Ὄλβιος
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὀλβίους — ὄλβιος happy masc acc pl ὄλβιος happy masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολβιόφρων — ὀλβιόφρων, ὁ, ἡ (Α) αυτός που διάκειται φιλικά προς τους ολβίους, που κλίνει προς τους πλουσίους, που αγαπά τους πλουσίους («ὀλβιόφρον ποδάγρα», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευτυχισμένος» + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. ματαιό φρων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”